- θησαυρόν
- θησαυρόςstoremasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
обрѣсти — (1270), ОБРѦЩ|ОУ, ЕТЬ гл. 1.Найти, отыскать, обнаружить: Таино мѣсто ѡбрѣтъ и сѣдъ съ тихостию помѧни. грѣхы и отъпадниѥ ц҃рьства. Изб 1076, 36; иди съглѧдаи въ сѹсѣцѣ. еда како мало мѹкы ѡбрѧщеши в нѥмь ЖФП XII, 54г; ошедъшю же ѥмѹ [на поиски… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
FAVISSA — apud A. Gell. l. 2. c. 10. Catulus voluisse se aream Capitolinam deprimere sed facere id non quisse, quoniam favissae impedissent: Graece θησαυρὸς, quasi Flavissa, dicta est Q. Val. Sorano, quod in eas non rude aes argentumqueve, sed flata… … Hofmann J. Lexicon universale
NUMMUM inserendi aerario publico — triplex apud Romanos ratio olim. Refert enim Dionys. Halicarn. l. 4. ex instituto Servii Tulli, nascente aliquô nummum in ferri consuevisse, in aerarium Iunonis Lucinae: dein quôpiam virilem togam affumente, nummum fuisse delatum, in Iuventutis:… … Hofmann J. Lexicon universale
THESAURUS Orchivus — in versu Naevii, Itaque postquam Orchivo traditus thesauro etc. monumentum est, seu sepulchrum hypogeum. Nempe Thesauri Templorum dicebantur, in quibus res sacrae vetustate collapsae reponebantur, erantque, in area Templi, structurâ et fornice… … Hofmann J. Lexicon universale
εμπορίζομαι — ἐμπορίζομαι (Α) προστίθεμαι ως εφόδιο, συσσωρεύομαι («ὅταν γέρων γέροντι γνώμην διδοῑ, θησαυρὸς ἐπὶ θησαυρὸν ἐμπορίζεται», Μεν.) … Dictionary of Greek
επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… … Dictionary of Greek
θησαυρός — Ο συσσωρευμένος πλούτος, σε χρήματα ή τιμαλφή. (Αρχαιολ.) Κτίριο των αρχαίων ελληνικών ιερών, ειδικά κατασκευασμένο για τη φύλαξη των πολύτιμων ή λατρευτικών αντικειμένων. Στους μυκηναϊκούς χρόνους οι θ. ήταν υπόγεια οικοδομήματα, ειδικά… … Dictionary of Greek
πλην — ΝΜΑ και δωρ. τ. πλαν Ι. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) εκτός από, εξαιρέσει τού... (α. «όλοι πλην ενός» β. «οἱ Ἕλληνες... πλὴν Λακεδαιμονίων», Αρρ.) γ. «ἐλεύθερος γὰρ οὔ τις ἐστὶ πλὴν Διός», Σοφ.) αρχ. εκτός αυτού, επί πλέον αυτού II. νεοελλ. σύμβολο … Dictionary of Greek
προσκατασκευάζω — Α 1. κατασκευάζω, παρασκευάζω ή ετοιμάζω επί πλέον (α. «προσκατασκευάζω πόλεις πόλεσι», Ιώσ. β. «προσκατασκευάζειν θησαυρόν», πάπ.) 2. αποδεικνύω επιπροσθέτως 3. μέσ. προσκατασκευάζομαι προμηθεύω για τον εαυτό μου, εφοδιάζομαι… … Dictionary of Greek
АКРОСТИХ — [греч. ἀκροστιχίς, ἀκροστίχιον, ἀνακλώμενον, ἀκροτελεύτιον], формальный прием организации преимущественно поэтических текстов, используемый обычно в декламационной и песенной поэзии. Суть А. состоит в том, что начальные буквы строф или глав… … Православная энциклопедия